Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Παζάρι βιβλίου

Σήμερα άνοιξε τις πόρτες του και πάλι μετά τη περσινή επιτυχία το παζάρι βιβλίου. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία βιβλίων και είναι σίγουρο πως θα βρεθεί κάποιο για κάθε γούστο. Τεράστια είναι κυρίως η ύπαρξη κλασικών λογοτεχνικών τίτλων. Μεγάλη ποσότητα υπάρχει επίσης σε βιβλία με θέμα το μαρξισμό αλλά και γενικότερα πολιτικές πραμάτειες νεότερες αλλά και κλασικές. Καλό είναι να μην επισκεφτεί κανείς το χώρο σε ώρες αιχμής, ώστε να μπορεί να ψάξει με άνεση αφού σήμερα το μεσημέρι επικρατούσε το αδιαχώρητο. Τα βιβλία δυστυχώς δεν είναι τοποθετημένα με θεματικές αλλά αν ο κόσμος δεν είναι πολύς μπορεί κανείς εύκολα να κατευθυνθεί προς κατηγορίες που αναζητά. Οι τιμές ήταν από πάρα πολύ φτηνές έως υπερβολικά φτηνές και πράγματι οι εκπτώσεις ήταν στα ποσοστά που αναφέρει η αφίσα. Μερικές εξαιρέσεις υπήρξαν αφού βρήκα βιβλία κλασικής λογοτεχνίας τριάντα ετών τουλάχιστον από εννέα έως έντεκα ευρώ τιμές σοκ εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα. Είναι χαρακτηριστικά γιατί ίσως να σας μυρίσουν σαν παλιό μουχλιασμένο χαρτί, προφανώς τα ξέθαψε ο εκδότης από κάποια αποθήκη και θεώρησε πως θα τα οικονομήσει. Ήταν τα μόνα βιβλία τα οποία εντόπισα και θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει μη ικανοποιητικά από άποψη τιμής, η οποία όμως παρέμεινε ανταγωνιστικότερη από αυτή του βιβλιοπωλείου άμα τα βρίσκε κανείς. Η προσέλευση του κόσμου είναι ενδεικτική ότι το βιβλίο είναι κάτι απρόσιτο σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και για λόγους χρημάτων. Θα ήταν καλό να αναρωτηθούν οι οίκοι για το τρόπο των οποίο τιμολογούν και τον υπόλοιπο χρόνο αν θέλουν να συνεχίσουν να έχουν πωλήσεις. Ενδεικτικά αναφέρω μερικούς τίτλους και τις τιμές τους εκτός μπαζαρ για να συγκρίνετε και μόνοι σας :

Εκδόσεις γράμματα : Τ. ΣΠΕΝΓΚΛΕΡ
Ο εγκέφαλος του Λένιν
Από 9,70 τιμολογείται στα 2,50


Εκδόσεις κοροντζή : Ν. Γκόγκολ
Η μύτη
Από 6,70 τιμολογείται στα 2,50


Εκδόσεις Δαμιανός : Ι.Κονδυλάκης
Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα
Από 12,78 τιμολογείται στα 4,00

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Το τέλος της ασπιρίνης

Όταν σύσσωμη η δυτική ιατρική καταρρέει ευτυχώς για μας υπάρχουν παραδοσιακές συνταγές βουντού από τη Μαδαγασκάρη ή την ελληνική επαρχία.

Υ.Γ : Κυρά μου με αυτούς που χουμε αρχηγούς κράτους και πέτρες να σου πετάγανε καλύτερη ανταπόκριση θα χες.

Το κλάμα

Έβλεπα σήμερα το δελτίο του μεγα. Όχι δε με πιασαν τα κλάματα, λίγο έλειψε αλλά συγκρατήθηκα. Στη βόρεια Κορέα συνέβη το εξής περίεργο, όποιος λέει δε θρήνησε αρκετά το νεκρό ηγέτη κιμ γιονγκ ιλ θα τιμωρηθεί με 6 μήνες εξορίας σε απομακρυσμένες περιοχές. Το γεγονός το πληροφορούμαστε από τη νοτιοκορεάτικη διαδικτυακή πύλη Daily NK, οπότε δε μπορώ να ξέρω κατά πόσο είναι αληθές. Αυτό όμως που μπορώ να σας πω με σιγουριά είναι ότι σε ένα τόπο που μια τέτοια είδηση δεν είναι σίγουρο ψέμα, η κατάσταση είναι πολύ άσχημη. Βέβαια είναι δύσκολο να μετρά κανείς το θρήνο και το κλάμα, αν όμως το γεγονός αληθεύει υποθέτω πως θα βρήκαν έναν αρκετά ευφάνταστο τρόπο ώστε να το κάνουν. Ακούγοντας την είδηση μου ήρθε ένα διήγημα από τα κείμενα της γ λυκείου. ΄΄Χαμένο στου μυαλού τα αυλάκια΄΄ για να δανειστώ τα λόγια του Σεφέρη. Τίποτα καλύτερο δε θα μπορούσα να προσθέσω για αυτό σας παραθέτω το ΄΄Το λυπημένο μου πρόσωπο΄΄ του Χάινριχ Μπελ. Τι απομένει άραγε στους ανθρώπους όταν η πιο παρανοϊκή φαντασία μετουσιώνεται σε άρρωστη πραγματικότητα;
Σταματώντας στην άκρη του λιμανιού για ν' αγναντέψω τους γλάρους, το λυπημένο μου πρόσωπο τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου, που γύριζε σ' εκείνη την περιοχή. Είχα αφαιρεθεί κοιτάζοντας τα αιωρούμενα πουλιά, που ζυγιάζονταν κι εφορμούσαν για να βρούνε κάτι να φάνε, μα χωρίς αποτέλεσμα. Το λιμάνι ήταν έρημο, το νερό πράσινο, πηχτό από τ' ακάθαρτο πετρέλαιο και στο λεπιδωτό δέρμα του έπλεε κάθε λογής σαβούρα. Πλοίο πουθενά, ο γερανός σκουριασμένος, οι αποθήκες ρεπιασμένες. Στα μαύρα ερείπια της αποβάθρας ούτε ποντίκια δεν κατοικούσαν πια νέκρα. Εδώ και χρόνια ήταν κομμένη κάθε σχέση με τον έξω κόσμο.
Είχα καρφώσει το βλέμμα σ' ένα γλάρο και παρακολουθούσα το πέταγμα του. Με τον τρόμο χελιδονιού που προαισθάνεται κακοκαιρία πετούσε σχεδόν πάντα κοντά στην επιφάνεια του νερού και μόνο πότε πότε ξεθάρρευε ν' ανέβει ψηλά κρώζοντας, να σμίξει το δρόμο του με κείνον των συντρόφων. Αν λαχταρούσα κάτι, ήταν χωρίς άλλο ένα ψωμί να ταϊσω τους γλάρους, να το κόψω κομμάτια και στο ανάκατο πέταγμα να βάλω ένα άσπρο σημάδι, ένα στόχο που κατά πάνω του θα πετούσαν. Ρίχνοντας ένα κομμάτι ψωμί σ' αυτό το ανεβοκατέβασμα των μπερδεμένων τροχιών που έκρωζε, να τους κατεύθυνα σα να 'τανε δεμένοι με σχοινιά.
Μα ξαφνικά έπεσε πάνω μου το χέρι της εξουσίας και μια φωνή είπε:
"Ακολούθα με!". Ολομιάς το χέρι δοκίμασε να με τραβήξει απότομα από την πλάτη και να με στριφογυρίσει βίαια. Εγώ στυλώθηκα, το τίναξα κι είπα συγκρατημένα: "Σίγουρα δεν είστε καλά!". "Συνάδερφε", είπε πριν ακόμα καταφέρω να τον καλοκοιτάξω, "σε προειδοποιώ". "Αφεντικό...", ανταπόδωσα. "Δεν υπάρχουν αφεντικά", φώναξε οργισμένος. "Συνάδερφοι είμαστε όλοι." Τώρα στεκόταν δίπλα μου, με κοίταξε από το πλάι κι ήμουν αναγκασμένος να συγκεντρώσω το βλέμμα μου, που πλανιόταν ευτυχισμένα, και να το βυθίσω στην αλύγιστη μάτια του. Ήταν σοβαρός σα βουβάλι που δεκαετίες ολόκληρες δεν καταβρόχθιζε άλλο από καθήκον. "Για ποιο λόγο;..." πήγα να πω. "Για σοβαρό λόγο", είπε. "Για το λυπημένο σου πρόσωπο". Γέλασα. "Άσε τα γέλια!". Η οργή του ήταν πραγματική. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως το 'κανε έτσι από ανία, μιας και δεν έβρισκε να συλλάβει ούτε μια αδήλωτη, ούτε ένα μεθυσμένο ναύτη, ούτε κλέφτη ή δραπέτη, μα είδα πως δεν αστειευόταν: Εμένα ήθελε να πιάσει. "Ακολούθα με!...". "Μα γιατί;" ρώτησα συγκρατημένα...
Έδεσε μονομιάς τ' αριστερό μου χέρι στον καρπό με μια λεπτή αλυσίδα και στη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν πάλι χαμένος. Γύρισα για τελευταία φορά κατά τους γλάρους που πετούσαν, είδα τον όμορφο γκρίζο ουρανό κι έκανα να πέσω με ξαφνική στροφή στη θάλασσα, γιατί μου φάνηκε προτιμότερο να πνιγώ με τη θέληση μου σ' αυτή τη βρώμικη πήχτρα, παρά να με στραγγαλίσουν οι λοχίες σε κάποιο κρατητήριο ή να με ξαναφυλακίσουν. Μα ο πολιτσμάνος τινάζοντας με απότομα με τράβηξε τόσο κοντά, που ήταν αδύνατο να ξεφύγω. "Μα γιατί;" ρώτησα πάλι. "Ο νόμος διατάζει να είσαι-ευτυχισμένος!". "Είμαι ευτυχισμένος", φώναξα. "Το λυπημένο σου πρόσωπο;" κούνησε το κεφάλι. "Μα ο νόμος αυτός είναι καινούριος" είπα. "'Εγινε πριν τριανταέξι ώρες, και το ξέρεις καλά, πως κάθε νόμος ισχύει σαν περάσουν εικοσιτέσσερες ώρες από τη δημοσίευση του." "Μα δεν έχω ιδέα." "Καμιά δικαιολογία! Από προχτές το 'λεγαν όλα τα μεγάφωνα κι όλες οι εφημερίδες, και σε κείνους", εδώ με κοίταξε περιφρονητικά, "και σε κείνους που δε φτάνει η ευλογία ούτε της εφημερίδας ούτε του ραδιοφώνου, το 'καναν γνωστό οι προκηρύξεις που σκορπίστηκαν στους δρόμους όλου του κράτους. Λοιπόν, συνάδερφε, θ' αποδειχτεί πού ήσουν τις τελευταίες τριανταέξι ώρες."
Μ' έσπρωξε μπροστά. Τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως έκανε ψύχρα και πανωφόρι δεν είχα, τώρα για πρώτη φορά η πείνα μου έφτασε στ' αποκορύφωμα και γουργούριζε στην πύλη του στομαχιού, τώρα για πρώτη φορά κατάλαβα πως ήμουν άπλυτος κι αξύριστος και πως υπήρχαν νόμοι, που σύμφωνα μ' αυτούς έπρεπε κάθε συνάδερφος να 'ναι καθαρός, ξυρισμένος, ευτυχισμένος και χορτάτος. Μ' έσπρωχνε μπροστά σαν σκιάχτρο, που έπρεπε ν' αφήσει τον τόπο των ονείρων του στην όχτη του χωραφιού, μια κι η κλοπή ήταν ολοφάνερη. Οι δρόμοι ήταν αδειανοί, η απόσταση για το τμήμα κοντινή, κι όσο ένιωθα πως θα 'βρισκαν σε λίγο πάλι μιαν αιτία να με φυλακίσουν, τόσο βάραινε η καρδιά μου, γιατί με περνούσε από μέρη της νιότης μου, που σκόπευα να τα επισκεφτώ σαν τέλειωνα την περιδιάβαση του λιμανιού: κήπους που ήταν άλλοτε γεμάτοι θάμνους, όμορφους στη φυσική τους αταξία, δρόμους κατάφυτους τώρα ήταν όλα σχεδιασμένα, τακτοποιημένα, καθαρά, τετραγωνισμένα, κανονισμένα για τους πατριδολατρικούς συλλόγους, που Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο έκαναν εδώ τις παρελάσεις τους. Μονάχα ο ουρανός ήταν σαν τότε, κι ο αέρας, σαν κείνες τις μέρες που η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα.
...'Οσους ανθρώπους συναντούσαμε τους έπιανε ολοφάνερος ενθουσιασμός, τους διαπερνούσε το λεπτό ρευστό της εργατικότητας, μάλιστα τόσο περισσότερο, όσο έβλεπαν τον πολιτσμάνο. Περπατούσαν όλοι γρηγορότερα, έδειχναν φάτσα βουτηγμένη στο καθήκον, κι οι γυναίκες που έβγαιναν από τα μαγαζιά έβαζαν τα δυνατά τους να δώσουν έκφραση χαράς στο πρόσωπο τους, εκείνη ακριβώς που περίμεναν απ' αυτές, γιατί ήταν διαταγή να εκδηλώνουν χαρά, ζωηρό κέφι στα καθήκοντα της νοικοκυράς, που θα 'πρεπε το βράδυ να τονώνει με πλούσιο δείπνο το δουλευτή του κράτους.
Μα όλοι αυτοί οι άνθρωποι λοξοδρομούσαν επιδέξια, έτσι που κανένας τους να μη βρίσκεται στην ανάγκη να διασταυρώσει μπροστά μας το δρόμο. Στο δρόμο είκοσι βήματα πριν από μας εξαφανιζόταν κάθε ίχνος ζωής, καθένας βιαζόταν να μπει το γρηγορότερο σε μαγαζί ή να στρίψει σε γωνία κι άλλοι έμπαιναν ακόμα και σε ξένο σπίτι και περίμεναν πίσω από την πόρτα έντρομοι, ώσπου να χαθούν τα βήματα μας.
Μονάχα σαν φτάσαμε σε μια διασταύρωση μας συνάντησε ένας ηλικιωμένος, που φευγαλέα διέκρινα να 'χει το σήμα του δασκάλου. Δεν το κατάφερε να λοξοδρομήσει και χαιρετώντας πρώτος αυτός τον πολιτσμάνο κατά τον κανονισμό – χτυπώντας την παλάμη τρεις φορές στο κούτελο να δείξει την απόλυτη ταπεινότητα του – προσπάθησε τώρα, για να εκτελέσει τέλεια το καθήκον που του επιβαλλόταν, προσπάθησε να με φτύσει τρεις φορές στο πρόσωπο και να μ' εφοδιάσει με την τιμητική προσφώνηση: "Πουλημένο τομάρι!". Είχε σκοπεύσει καλά, μα η μέρα είχε ζεστάνει, ο καταπιόνας του ήταν αναγκαστικά ξερός, γιατί με πέτυχαν μονάχα λίγες ταλαίπωρες, πες δίχως ουσία πιτσιλιές, που άθελα μου – παρά τον κανονισμό – με το μανίκι έκανα να τις σκουπίσω. Την ίδια στιγμή ο πολιτσμάνος μου 'δωσε μια πίσω και με χτύπησε γροθιά στη μέση της ραχοκοκαλιάς, λέγοντας ατάραχα "βαθμίς πρώτη", που τόσα πολλά σήμαινε, όπως μορφή πρώτη της πιο ήπιας ποινής που επιβάλλει κάθε πολιτσμάνος.
Ο δάσκαλος το 'βαλε γρήγορα στα πόδια. Οι άλλοι κατάφεραν να λοξοδρομήσουν. Μονάχα μια γυναίκα που είχε πάρει κιόλας τον καθορισμένο αέρα της πριν από το βραδινό γλέντι στην ερωτική στρατώνα, μια χλωμή, πρησμένη ξανθή μου 'στειλε κλεφτά ένα φιλί και χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη. ενώ ο πολιτσμάνος πάλευε να καμωθεί πως δεν είδε τίποτε. Είναι ορμηνεμένοι να επιτρέπουν σ' αυτές τις γυναίκες ελευθερίες που σίγουρα θα στοίχιζαν βαριά τιμωρία σε κάθε συνάδερφο, γιατί, μιας κι είναι η συμβολή τους πολύ ουσιαστική στην ανύψωση της γενικής χαράς για εργασία, θεωρείται πως δεν εμπίπτουν στην περιοχή των συνεπειών του νόμου, μια ομολογία δηλαδή που τη σημασία της τη στιγμάτισε ο καθηγητής της περί κράτους φιλοσοφίας διδάκτωρ, διδάκτωρ, διδάκτωρ Μπλάιγκετ στο επίσημο περιοδικό της (περί κράτους) φιλοσοφίας, σαν ένα σημάδι προϊούσας φιλελευθεροποίησης. Το 'χα διαβάσει την προηγούμενη μέρα πηγαίνοντας για την πρωτεύουσα, σα βρήκα λίγες σελίδες του περιοδικού στον αναγκαίο ενός χωριατόσπιτου, που κάποιος φοιτητής – ίσως παιδί του χωρικού – τις είχε εφοδιάσει με πολύ έξυπνα σχόλια.
Ευτυχώς φτάναμε πια στο σταθμό, γιατί την ίδια στιγμή χτυπούσαν οι σειρήνες κι αυτό έλεγε πως θα πλημμύριζαν οι δρόμοι από χιλιάδες ανθρώπους με συγκρατημένη ευτυχία στα πρόσωπα – γιατί ήταν διαταγή σκολώντας τη δουλειά να μην εκδηλώνουν πολύ μεγάλη χαρά. αφού αυτό θα σήμαινε πως είναι βάρος η δουλειά, αντίθετα πιάνοντας δουλειά έπρεπε να επικρατεί αλαλαγμός χαράς, αλαλαγμός χαράς και τραγούδι – κι όλες αυτές οι χιλιάδες θα 'πρεπε να με φτύσουν. Οπωσδήποτε οι σειρήνες χτυπούσαν δέκα λεφτά πριν από το βραδινό γλέντι, γιατί καθένας θα 'πρεπε ν' αφοσιωθεί επί δέκα λεφτά σε ένα γενικό πλύσιμο, σύμφωνα με το σύνθημα του τωρινού αρχηγού: ευτυχία και σαπούνι.
Την πύλη για το τμήμα της περιοχής, έναν όγκο μπετόν, τη φρουρούσαν δυο σκοποί, που περνώντας εγκαινίασαν τη "λήψη" των συνηθισμένων "σωματικών μέτρων": Με χτύπησαν με τη λόγχη τους δυνατά στα μηλίγγια, κροτάλισαν την κάννη του πιστολιού τους πάνω στο κλειδί του ώμου μου. σύμφωνα με το προοίμιο του νόμου του κράτους. 'Αρθρο 1: "'Εκαστον όργανον τάξεως οφείλει να δηλοποιεί εαυτό επισήμως ως εξουσίαν καθ' εαυτήν εις πάντα συλλαμβανόμενον (εννοούν προφυλακιστέο), εξαιρέσει εκείνου, όπερ προβαίνει εις την σύλληψιν, καθ' όσον τούτο θέλει μετάσχει της ευτυχίας ταύτης, προβαίνον εις την λήψιν των κατά την ανάκρισιν απαιτουμένων σωματικών μέτρων." Κι ο ίδιος ο νόμος του Κράτους 'Άρθρο 1 λέει τα ακόλουθα: "'Εκαστον όργανον τάξεως δύναται να τιμωρεί, οφείλει να τιμωρεί πάντα ένοχον παραβάσεως. Εις ουδέν όργανον παρέχεται ελευθερία εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας, αλλά δυνατότης εξαιρέσεως εκ της τιμωρίας".
Περνούσαμε τώρα ένα μεγάλο, παγερό διάδρομο με μεγάλα παράθυρα. Σε λίγο άνοιξε αυτόματα μια πόρτα, γιατί στο μεταξύ οι φρουροί είχαν αναφέρει κιόλας την άφιξη μας, και κείνες τις μέρες που ήταν όλοι ευτυχισμένοι, γενναίοι, ταχτικοί και καθένας πάλευε να ξοδέψει το καθορισμένο μισό κιλό σαπούνι τη μέρα, κείνες τις μέρες να φτάνει ένας κρατούμενος ή προφυλακιστέος ήταν πια γεγονός.
Μπήκαμε σε χώρο σχεδόν αδειανό, που είχε μόνο γραφείο με τηλέφωνο και δυο καθίσματα, εγώ έπρεπε να σταθώ στη μέση, ορθός. Ο πολιτσμάνος έβγαλε το κράνος και κάθισε.
Επικράτησε πρώτα απόλυτη σιωπή κι απραξία. Έτσι το συνήθιζαν πάντα. Δεν υπάρχει χειρότερο. Ένιωθα το πρόσωπο μου να καταρρέει ολοένα περισσότερο, ήμουν κουρασμένος και πεινασμένος κι είχε χαθεί και το τελευταίο ίχνος από κείνη την ευτυχία της θλίψης, γιατί το 'ξερα πως ήμουν πια χαμένος.
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα μπήκε χωρίς να πει λέξη ένας χλωμός ψηλός άντρας με τη μαυριδερή στολή του προανακριτή. Κάθισε χωρίς να πει λέξη, και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. "Επάγγελμα;" "Μονάχα συνάδερφος." "'Έτος γεννήσεως;" "Πρώτη πρώτου του Ένα", είπα. "Τελευταία ασχολία;" "Κατάδικος." Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. "Πότε και από πού απολύθηκες;" "Χτες από το κτίριο 12, κελλί 13." "Τόπος προορισμού;" "Για την πρωτεύουσα." "Χαρτί!"
Έβγαλα από την τσέπη το αποφυλακιστήριο και του το 'δωσα. Το καρφίτσωσε στην πράσινη καρτέλλα, που είχε αρχίσει να συμπληρώνει με τα στοιχεία μου. "Προηγούμενη παράβαση;" "Χαρούμενο πρόσωπο." Ο ένας τους κοίταξε τον άλλον. "Εξήγησε!" είπε ο προανακριτής. "Παλιά τράβηξε την προσοχή του πολιτσμάνου το χαρούμενο πρόσωπο μου, μέρα που είχε διαταχθεί γενικό πένθος. 'Ηταν η μέρα που πέθανε ο αρχηγός." "Διάρκεια ποινής;" "Πέντε." "Έκτιση;" "Άσχημα." "Αιτία;" "Πλημμελής αφοσίωση στην εργασία." "Αρκετά!"
Ο προανακριτής σηκώθηκε, ήρθε κατά πάνω μου και μ' ένα χτύπημα μου 'σπασε κυριολεκτικά τα τρία μεσαία μπροστινά δόντια, σημάδι πως για λόγους υποτροπής έπρεπε να στιγματιστώ μ' αυστηρά μέτρα, που δεν είχα λογαριάσει. Ο προανακριτής έφυγε και μπήκε μέσα ένας χοντρός τραμπούκος με κατάμαυρη στολή: ο ανακριτής.
Με χτύπησαν όλοι: ο ανακριτής, ο ανώτερος ανακριτής, ο προϊστάμενος ανακριτής, ο επίτροπος και ο πρόεδρος και μαζί τους ο πολιτσμάνος εξάντλησε τη "λήψη" όλων των "σωματικών μέτρων", καθώς ο νόμος πρόσταζε. Και μου 'ριξαν δέκα χρόνια φυλακή για το λυπημένο μου πρόσωπο, έτσι ακριβώς όπως πριν πέντε χρόνια μου είχαν ρίξει πέντε χρόνια φυλακή για το χαρούμενο πρόσωπο μου.
Αν αντέξω τα επόμενα δέκα χρόνια της ευτυχίας και του σαπουνιού, είμαι αληθινά αναγκασμένος να φροντίσω να μείνω ολότελα δίχως πρόσωπο.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Ενοικιάζεται


Κ. Γιακουμάτο
1) Όσα έσοδα και να βρει η χώρα και όλη να ξεπουληθεί αυτή η λερναία Ύδρα δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθεί.

2) ήταν δώστα όλα Τσοβόλα όχι πάρτα. Το ρήμα παίρνω από το ρήμα δίνω έχει ακριβώς το αντίθετο νόημα.

3) 20 φράγκα είναι αρκετά χρήματα για κάποιον που δεν είναι όλη του τη ζωή πολιτικός.

4) αν κάτι είναι δημόσιο δεν είναι κατά ανάγκη για πέταμα. Αν το δημόσιο δεν είχε επανδρωθεί από κομματόσκυλα σε θέσεις κλειδιά και υπήρχε στοιχειώδης έλεγχος θα ήταν ποιοτικό.

5)Και εγώ θεωρώ ντροπή να κλείνει η ακρόπολη ή να μπαίνουν πανό κομμάτων. Είναι όμως μεγαλύτερη ντροπή να μη πληρώνονται οι εργαζόμενοι ή όταν υπάρχουν εργασιακές σχέσεις αποικιακού χαρακτήρα, αυτό δεν σας ενοχλεί;

6) η κρατική ραδιοτηλεόραση είναι σαφώς ποιοτικότερη από την ιδιωτική.

7)Γιατί φτιάξαμε ένα τόσο ακριβό μουσείο στη ακρόπολη αν είναι να το δώσουμε; Το ίδιο μπορεί να αναλογιστεί κάνεις και για τα έργα του ΟΣΕ, της ΔΕΗ, του ΟΤΕ τα οποία δίνουμε ως προίκα ούτε στο ένα δέκατο της αξίας τους.

9) Η σιεμενς είναι ιδιωτική εταιρεία. Τα υποβρύχια τα πήραμε με διεθνείς διαγωνισμούς. Τα ολυμπιακά έργα έγιναν από ιδιώτες. Αυτά είναι ποιοτικά; Το κύριο πρόβλημα είναι οι πολιτικοί το οποίο αρνείστε να σχολιάσετε. Τι εγγύηση υπάρχει στη χώρα του Βατοπεδίου σε ποιον το κράτος θα δώσει με σύμβαση την ακρόπολη; Φανταστείτε ένα πρωινό να λείπουν δυο με τρις κολόνες και η διαχειρίστρια εταιρεία να κηρύξει πτώχευση ενώ είναι ασφαλισμένη στην ΑΣΠΙΣ. Στα τρόφιμα παραδείγματος χάρη λειτουργεί ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός πια η γνώμη σας για τις τιμές τους; Και βασικότερο γιατί δε κάνατε κάτι όταν ήσασταν κυβέρνηση;

10) Σε αυτό το τόπο πληρώνουμε κάθε λογίς κλέφτη. Πληρώνουμε νοίκι για τα σπίτια τα οποία μας ανήκουν. Πληρώνουμε τη δωρεάν και δημόσια υγεία. Πληρώνουμε τη δωρεάν και δημόσια παιδεία. Πληρώνουμε με 500% επιβάρυνση το οτιδήποτε αγόραζε το δημόσιο από την μεταπολίτευση. Πιστεύετε ότι θα υπάρξει κάποιος να διαμαρτυρηθεί αν του πουν να πληρώσει για την ακρόπολη;
Δε ξέρω αν θεωρείται ρομαντικό ή ανόητο αλλά για ένα μέρος του πληθυσμού η έννοια της αξιοπρέπειας είναι σημαντικότερη από αυτή του κέρδους. Είναι άλλωστε πρόσκαιρο το όφελος που προκύπτει από το να ΄΄ενοικιάζει΄΄ κανείς χώρους σαν τη ακρόπολη λες και είναι μεζονέτα. Λαός διαθετημένος να δώσει τα πάντα, δεν αξίζει τίποτα και η πορεία προς το τέλος είναι η μόνη που του απομένει. Να μου επιτρέψετε εδώ να κάνω μια εναλλακτική πρόταση. Προκαταβολικά συγγνώμη για τους οπαδούς της ριζοσπαστικής φιλελευθεροποίησης που οραματίζονται υγιείς κοινωνίες όπως η αμερικανική. Μη ζητήσεις από τον επισκέπτη στην ακρόπολη να πληρώσει εισιτήριο κάποιας Α.Ε μόνο να του πεις αυτά τα λόγια:
‘’ Εσύ που ήρθες εδώ από τη πατρίδα σου να δεις αυτό το μνημείο αξιολόγησε τη αυτό σου έδωσε. Στη προσπάθεια μας να το κάνουμε καλύτερο εφόσον θες πρόσφερε και εσύ ‘’
Τώρα αν και οι ξένοι έχουν το ίδιο μηδενιστικό αίσθημα με το κύριο Γιακουμάτο δε πειράζει. Πληρώνουμε για πολλά πράγματα τα χρήματα που στοχεύουν στη βελτίωση ενός ανθρώπου ποτέ δε πρέπει να θεωρηθούν σπατάλη.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Βίοι παράλληλοι

Ο Πλούταρχος είχε ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο να γράφει βιογραφίες. Παραλλήλιζε σπουδαίους και αξιομνημόνευτους άνδρες ώστε να τονίζει το ήθος, τη σκέψη και το τρόπο ζωής τους. Αν και οι βίοι που μας παρουσιάζει ο Πλούταρχος είναι παράδειγμα προς μίμηση, εγώ θα αποπειραθώ το αντίθετο αντιγράφοντας αυτή τη τεχνική. Καμία φορά άλλωστε το παράδειγμα προς αποφυγή δίνει ισχυρότερο ερέθισμα από αυτό της μίμησης.
Γιώργος Παπανδρέου
Δε θα ήθελα να κουράσω λέγοντας γεγονότα εγκυκλοπαιδικής φύσεως. Αυτός ο λαμπρός πολιτικός ξεκίνησε τη καριέρα του αναφωνώντας ‘’στις κάλτσες’’ αντί για τις κάλπες στη προεκλογική του ομιλία. Κέρδισε τις εκλογές λέγοντας το ιστορικό πλέον ‘’λεφτά υπάρχουν’’, χωρίς να εξηγεί φυσικά ότι εννοεί τα λιγοστά στις τσέπες μας και καθιερώθηκε ως ο μεγαλύτερος ψεύτης της μεταπολίτευσης. Ενώ βγήκε το βίντεο με τον Στρος Καν που το κατέταξε στους μεγαλύτερους απατεώνες κατάφερε να προσποιηθεί, μαζί με σύσσωμο το πασοκ, πως τίποτα δεν έχει συμβεί παίρνοντας οσκαρ θεατρινισμού. Τέλος , λίγο πριν το πολιτικό του θάνατο κατάφερε να καταρρακώσει ακόμα περισσότερο το ήδη διαλυμένο πολιτικό σύστημα που τον ανέδειξε, αποκαλύπτοντας τη σχέση του πασοκ με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπαθώντας να αντλήσει πολιτική υπεραξία από το οτιδήποτε. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος για να διατηρήσει μια καρέκλα; Α, για να μη ξεχάσω, αν και δε βαραίνει ευθέος τον ίδιο, ο αδελφός του σε κείμενο που των στηρίζει υπογράφει ως Τροκσι. Φανταστείτε για τη οικογένεια μιλάμε μπόλιασαν τη κάλτσα με το Λενινισμό. Σχηματίζω την εντύπωση, πιστεύω δικαιολογημένα, πως αυτός ο άνθρωπος αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα στείρου μηδενισμού , φιλαυτίας και τυχοδιωκτισμου.


Ηρόστρατος
Λίγα είναι γνωστά για αυτόν τον άνδρα. Στη προσπάθεια του να μείνει στην ιστορία προέβει σε μια ανόσια πράξη. Έκαψε το ναό της Αρτέμιδος, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Τέτοιο ήταν το πάθος του να το μνημονεύουν οι συμπολίτες του, τέτοια ήταν η ανάγκη του για αναγνώριση ώστε δε δίστασε να κάψει εν μια νυκτί κάτι που η δημιουργία του χρειάστηκε εκατόν είκοσι χρόνια. Οι Εφέσιοι των συνέλαβαν και τον θανάτωσαν απαγορεύοντας τη μνεία του, η οποία όμως διατηρήθηκε στηλιτεύοντας πάντα την πράξη του. Το οξύμωρο σήμερα μάλιστα είναι πως ενώ σώζεται το όνομα του καταστροφέα του ναού, δε σώζεται αυτό των δημιουργών του. Τι άραγε είναι ικανό να σταματήσει ορισμένους ανθρώπους από το να πετύχουν το σκοπό τους;

Υ.Γ : Αν το όνομα Πλούταρχος δεν σας έφερε κάτι άλλο στο μυαλό εκτός από τον ελαφρολαικό τροβαδούρο που τον φυσάει ο βοριάς από το σπασμένο του το τζάμι, υπάρχει λύση. Επειδή τα βιβλία είναι ακριβά και δυστυχώς λεφτά δεν υπάρχουν προτείνω μια σύντμηση ενός μέρους από το έργο του Πλούταρχου ‘‘ο μικρός Πλούταρχος’’ του Λέων Μελά. Γιατί τα παραδείγματα προς μίμηση είναι και αυτά απαραίτητα.